Λίγο πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου υπάρχουν μερικά βασικά ερωτήματα τα οποία οφείλουν να απαντήσουν όλοι οι υποψήφιοι. Ένα από αυτά, έχει να κάνει με το όραμα τους για την πόλη, τον Δήμο ή την περιφέρεια στην οποία θέτουν υποψηφιότητα. Πως φαντάζονται το μέλλον των οικισμών και των πόλεων και ποια είναι η διαφορά τους έναντι των προηγούμενων πολιτικών επιλογών. Εκτός βέβαια και αν είναι εν ενεργεία δήμαρχοι, όπου στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να πείσουν τους πολίτες, ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι θα συνεχίσουν το έργο τους με περισσότερο κέφι, μεγαλύτερη εμπειρία και ανανεωμένη ομάδα και διάθεση.
Το ερώτημα βέβαια είναι το τι θα επιλέξουν οι πολίτες. Πως επιλέγουμε λοιπόν τον κατάλληλο δήμαρχο; Τι χαρακτηριστικά ψάχνουμε σε αυτόν; Ψάχνουμε τον φίλο; Αυτόν που έχει κοινά με μας χαρακτηριστικά; Αυτόν που κάποιος μας έπεισε ότι είναι η βέλτιστη επιλογή; Είμαι πεπεισμένος ότι ένα μικρό πια ποσοστό του πληθυσμού που είναι μάλιστα και λιγότερο νέοι ψηφοφόροι, θα επιλέξουν ανάλογα με τα χρίσματα και τις κομματικές επιλογές της αρεσκείας τους. Θα πάρουν δηλαδή πολιτική «γραμμή» από το κόμμα. Χαλάλι τους. Ένα άλλο μέρος του σώματος -συνήθως οι περισσότεροι νέοι- δεν θα πάει καν να ψηφίσει. Το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει χάσει άλλωστε, εδώ και καιρό, μεγάλο κομμάτι της νέας γενιάς, αφού η συνομιλία μεταξύ αιρετών και νέων φαντάζει σήμερα ιδιαίτερα προβληματική. Και πως να μην είναι άλλωστε, αφού πολλοί νέοι αναγκάζονται σε δύσκολες για αυτούς επιλογές, λόγω των αστοχιών και των αδυναμιών του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Είναι αλήθεια, ότι τόσο η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού όσο και οι επιλογές των τελευταίων ετών είναι χαμηλότερη των περιστάσεων.
Ποια χαρακτηριστικά όμως ψάχνει το υπόλοιπο και μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτών της χώρας;
Αν εστιάσουμε στους Δήμους, υπάρχουν σήμερα μεταξύ των Ελληνικών πόλεων μερικά συγκεκριμένα αναπτυξιακά μοντέλα. Πέρα από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη που λόγω μεγέθους και κλίμακας αποτελούν θέμα συζήτησης ούτως ή άλλως, ξεχωρίζω δύο παραδείγματα αυτοδιοικητικών επιλογών. Τα Τρίκαλα και το μοντέλο ευφυούς πόλης το οποίο αναπτύχθηκε και προβάλλεται τα τελευταία έτη και την Πάτρα των κοινωνικών επιλογών και της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Προφανώς υπάρχουν και άλλες πόλεις που έχουν προχωρήσει σε αντίστοιχες επιλογές, αλλά για λόγους οικονομίας το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό να καταγράψει το σύνολο των αναπτυξιακών οδών των Ελληνικών Δήμων παρά να εστιάσει -ίσως- σε γενικευμένες επιλογές του 21ου αιώνα.
Οι δύο αυτές αναπτυξιακές οδοί φαντάζουν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους και δίνουν εντελώς διαφορετικό όραμα και συνθήκες πολιτικής εστίασης, στα καθημερινά ζητήματα των πολιτών. Είναι όμως πράγματι διαφορετικές οδοί; Όντως θα πρέπει κάποιος να εστιάσει μόνο σε ένα από τα δύο αυτά μοντέλα;
Υπάρχει βέβαια και το μοντέλο του ότι βρέξει θα κατεβάσει. Το πρεσβεύουν πολλοί αιρετοί που κινούνται χωρίς πραγματικό σχέδιο και ανάλογα με τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα τους έρθουν, κινούνται αντίστοιχα. Τους βλέπουμε συχνά να δηλώνουν ότι ζουν έντονα στον δήμο τους και βιώνοντας τα προβλήματα αναζητούν τις λύσεις. Πρόκειται συνήθως για πρακτικές που στερούνται οποιουδήποτε οράματος αφού η εμπειρική μέθοδος επίλυσης χωρικών προβλημάτων δεν είναι όπως είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο η βέλτιστη μέθοδος επίλυσης των ζητημάτων. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι αποδεκτό πια, ότι, ο αστικός, ο πολεοδομικός και ο χωροταξικός σχεδιασμός των Δήμων είναι απαραίτητος για να προκύψει τελικά ο αναπτυξιακός σχεδιασμός ακολουθώντας το όραμα και τις επιλογές της εκάστοτε διοίκησης. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε ή έστω να ανοίξουμε έναν ουσιαστικό διάλογο, για την μετάβαση από την τοπική αυτοδιοίκηση στην τοπική διακυβέρνηση, θα πρέπει πρώτα από όλα να συζητήσουμε και για ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των Δήμων. Η κρατικοδίαιτη λογική των πολιτειακών επιδοτήσεων δεν μπορεί να είναι σήμερα η μόνη ή η κύρια μορφή χρηματοδότησής στο μυαλό των δημοτικών διοικήσεων. Αντίθετα, ο σωστός σχεδιασμός, είναι που θα οδηγήσει στις ορθές και βιώσιμες αναπτυξιακές επιλογές των αιρετών διοικήσεων.
Από την άλλη, ο ευφυής δήμος έχει βρεθεί ως πρωταρχικό θέμα στην προεκλογική ατζέντα των υποψηφίων αιρετών. Το να έχεις αναπτύξει αστικές λειτουργίες με την χρήση σύγχρονων τεχνολογιών που λύνουν πραγματικά τα προβλήματα της πόλης ακούγεται κάτι εντυπωσιακό στα αυτιά όλων μας. Η επικοινωνία με τους πολίτες, η διαχείριση των απορριμμάτων, η διαχείριση του πρασίνου, του δημοσίου χώρου και των ακινήτων, ο έλεγχος της στάθμευσης, τα ζητήματα της ενέργειας, η εικονική ή επαυξημένη πραγματικότητα, η ευφυής διοίκηση, είναι μόνο μερικά από τα σύγχρονα εργαλεία στα χέρια των υποψηφίων που αναζητούν το μέλλον των δήμων τους.
Ελάχιστοι είναι βέβαια αυτοί που αντιλαμβάνονται το χρόνο, το κόστος και τις επιλογές των υποδομών για να λειτουργήσουν όλα αυτά τα εργαλεία. Μόλις ανοίξεις μία συζήτηση για την ανάγκη των οπτικών ινών, των 5G δικτύων, των συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών, της συστοιχίας από αισθητήρες όλων των ειδών, των drones (UAV) και όλων των υποδομών που θα πρέπει να έχει ο δήμος για να μπορέσει να περάσει στην σύγχρονη εποχή οι περισσότεροι δήμοι εγκαταλείπουν την όποια προσπάθεια. Αν μάλιστα σε όλη αυτή την συζήτηση προστεθεί και η ανάγκη συντήρησης και λειτουργίας της ψηφιακής πόλης, τότε και οι πιο τολμηροί δήμαρχοι κοντοστέκονται. Δυστυχώς όμως, η συζήτηση για τις ευφυείς πόλεις δεν μπορεί να εξαντλείται σε μερικές εφαρμογές για έξυπνα κινητά τηλέφωνα που το μόνο που κάνουν τελικά είναι να μας διασκεδάσουν. Έτσι, βλέπουμε τελικά πολλούς δημάρχους να γυρίζουν την συζήτηση είτε στις λακκούβες στην άσφαλτο, είτε σε καμιά καρικατούρα χριστουγεννιάτικου θεάματος φολκλόρ αισθητικής. Μέχρι εκεί φτάνουν τελικά οι ικανότητές πολλών διοικήσεων.
Αν κάποιος ψάξει την αντίστοιχη βιβλιογραφία ή αν έστω εντοπίσει τα βέλτιστα παραδείγματα διεθνώς, θα αντιληφθεί ότι η επιστημονική συζήτηση για το μέλλον των πόλεων ένα περάσει από την τέλεια ευφυή πόλη σε ένα επόμενο στάδιο που είναι η πόλη των συναισθημάτων (emotional city). Είναι ευρέως αποδεκτό, ότι οι πόλεις μας δεν κατοικούνται από αισθητήρες. Οι πόλεις μας κατοικούνται από ανθρώπους. Αν βασικό ζήτημα όλων των διοικήσεων είναι ο καθημερινός πολιτισμός τότε πως μπορούμε να αξιολογήσουμε τις επιλογές μας; Πως μπορούμε να διακρίνουμε τις διοικητικές επιτυχίες ή αστοχίες; Θα έπρεπε ίσως να επιχειρήσουμε να αποτυπώσουμε όλα τα συναισθήματα των κατοίκων στον δημόσιο χώρο. Είναι η πόλη ή το χωριό μας όμορφο ή άσχημο. Η πόλη μας προκαλεί χαρά ή εκνευρισμό και θυμό. Κρύβει τελικά η πόλη μας γωνιές που μας κάνουν να χαμογελάμε. Πως αισθανόμαστε κινούμενοι στον δημόσιο χώρο και πως τελικά μετράμε αν οι πόλεις είναι ανθρώπινες και αξιοβίωτες. Με την έννοια της αξιοβίωτης ανάπτυξης εννοούμε εκείνη την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του «να χαίρεται κανείς να ζει» ανεξάρτητα με τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Η ανάπτυξη αυτή, επιτυγχάνεται όταν εστιάσουμε στην σχέση του ανθρώπου με το αστικό και φυσικό περιβάλλον ως ένα οικοσύστημα το οποίο αναπτύσσεται σε τέσσερα βασικά επίπεδα. Το περιβάλλον (δομημένο ή φυσικό), την οικονομία, την κοινωνία και τον ψηφιακό κόσμο. Προφανώς η συσχέτιση και η σχέση των τεσσάρων αυτών επιπέδων είναι το ζητούμενο, αλλά επαγωγικά προκύπτει μια τριγωνική σχέση του χώρου, του ανθρώπου και των τεχνολογιών και αυτή είναι που έχει τελικά σημασία για το αύριο των Ελληνικών πόλεων. Είτε αναφερόμαστε στον ηπειρωτικό χώρο, είτε μιλάμε για παραθαλάσσιους δήμους, όποιοι και αν είναι οι αναπτυξιακοί στόχοι των δημοτικών αρχόντων η τριγωνική αυτή σχέση δεν θα πρέπει ποτέ να μας είναι αδιάφορη.
Και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού; Που βρίσκονται στο πλάνο των αναπτυξιακών επιλογών; Είναι δυνατόν να απουσιάζουν στην Ελλάδα της σημερινής κρίσης; Η πρώτη και η βασικότερη επιδίωξη των τοπικών κοινωνιών θα πρέπει να είναι η ισότιμη πρόσβαση όλων των ομάδων πληθυσμού στα τρία βασικά στοιχεία της σύγχρονης εποχής. Την πληροφορία, την επικοινωνία και την διασύνδεση. Οι τρεις αυτές έννοιες θα πρέπει να μην ξεχνιούνται ποτέ αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τα φαινόμενα της «ψηφιακής φτώχιας». Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής φτώχιας; Προφανώς μιλάμε για στρώματα χαμηλότερων εισοδημάτων αλλά αρκεί η αναφορά μόνο σε αυτό το χαρακτηριστικό; Η ηλικία, η εκπαίδευση, οι υποδομές και οι δομές είναι τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν σημερα την ψηφιακή φτώχια. Σκεφτείτε να υπήρχε κάποιος υποψήφιος ο οποίος θα κατάφερνε να έλυνε το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχιας. Στην συνέχεια να έδινε δωρεάν και ποιοτική σύνδεση στο διαδίκτυο σε όλα τα νοικοκυριά ανεξαιρέτως, ένα φορητό υπολογιστή σε κάθε παιδί, και την εκπαίδευση για να δημιουργεί το δικό του ψηφιακό περιεχόμενο ανάλογα με τις επιθυμίες του. Επιστημονική φαντασία στην πολιτική συζήτηση της σημερινής Ελλάδας; Ίσως, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο σε πολλές περιοχές του δυτικού κόσμου σήμερα.
Είναι πολλοί οι δήμοι που κατάφεραν εστιάζοντας καθαρά σε αυτή την σχέση και με αυτές τις σκέψεις να σχεδιάσουν και να δώσουν ουσιαστικά βήματα ανάπτυξης των πόλεων και των οικισμών τους; Στην πραγματικότητα είναι ελάχιστοι. Πως όμως είναι δυνατόν να καταφέρουμε να κάνουμε τα απαραίτητα βήματα στον σχεδιασμό μας για τους δήμους του 21ου αιώνα; Πολύ φοβάμαι ότι όσο συνεχίζουμε να ψηφίζουμε αιρετούς βάσει του προσωπικού μας συμφέροντος και αναλόγως των γνωστών και φίλων μας δεν θα καταφέρουμε να επιταχύνουμε ποτέ. Βέβαια, όπως λένε και οι πολιτικοί, πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι η τεχνική του δανεισμού και στο τέλος της ημέρας ο λαός έχει πάντα δίκιο. Άλλωστε, δημοκρατία έχουμε και εμείς έχουμε την δύναμη της ψήφου μας, αποφασίζοντας ελεύθερα. Σωστά;
* Ο Νικόλας Καρανικόλας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής και η Γεωργία Ποζουκίδου Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.